- πτύσσω
- ΝΑ1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔδ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.)2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαισχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχέςνεοελλ.φρ. «πτύξον!»ναυτ. ναυτικό παράγγελμα σε εκτέλεση τού οποίου μαζεύεται και τυλίγεται το πανί ιστιοφόρου πλοίουαρχ.1. κλείνω το στόμα2. μέσ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι («πρὶν ἄν τουτὶ πτύξωμαι, μὴ καταβρεχθῶ», Αριστοφ.)3. παθ. λυγίζω, κάμπτομαι («ἔγχεα δ' ἐπτύσσοντο θρασειάων ἀπὸ χειράων σειόμεν'», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. πτύσσω (< *πτυχ-jω) αποτελεί παρ. τής ριζικής λ. πτύξ, πτυχός (βλ. λ. πτυχή). Το ρ. πτύσσω απαντά κυρίως με κατάλ. -σσ-ω (και σπανιότατα -ττ-ω, πρβλ. δια-πτύττω), γεγονός που ερμηνεύεται, κατά μία άποψη, ως προσπάθεια αποφυγής τών τριών όμοιων συμφώνων στην ίδια λ. (πρβλ. πτίσσω: πτίττω), ενώ, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ως ιωνισμός].
Dictionary of Greek. 2013.